ἀποδεικτικῆς

ἀποδεικτικῆς
ἀποδεικτικός
affording proof
fem gen sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιστήμη — Ένα σύνολο γνώσεων με αντικειμενικό κύρος. Ως γνώση ορίζεται η δυνατότητα διάκρισης των αντικειμένων στα οποία αποδίδονται τα ίδια χαρακτηριστικά μέσα σε ένα ορισμένο σύνολο. Αυτό το σύνολο μπορεί να είναι σχετικό με ειδικές καταστάσεις σε μία… …   Dictionary of Greek

  • Ντανς Σκότους, Τζον — (John Duns Scotus, Μάξτον, περ. 1265 – Κολονία 1308). Σκοτσέζος φιλόσοφος και θεολόγος. Μπήκε νεότατος στο τάγμα των Φραγκισκανών, σπούδασε αρχικά στην Οξφόρδη, δηλαδή σε ένα περιβάλλον όπου ήταν ζωντανή η επιστημονική παράδοση του Βάκωνα, του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”